- ανερμάτιστος
- -η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλοςνεοελλ.1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητααρχ.ο άδειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.